παραδίνω

παραδίνω
(аи)р. παράδωσα, παθ. αόρ. παραδόθηκα) μετ.
1) сдавать, отдавать; передавать; вручать;

σού παραδίνω όλα τα χρήματα — я тебе отдаю все деньги;

τό παράδωσες το γράμμα; ты отдал письмо?;
μας παράδωσε τα ολικά он нам передал материалы; 2) предавать, выдавать (властям); 3) сдавать (оружие и т. п.);

παραδίν την πόλη αμαχητί — сдавать город без боя;

δεν παραδίνει την εξουσία — он не хочет уступить власть;

4) преподавать (что-л.), давать уроки (чего-л.); читать (лекции);
αυτός παρέδινε φυσική он читал, преподавал физику; он давал уроки физики; 5) давать слишком много (чего-л.);

του παραδίνεις να τρώει — ты его перекармливаешь;

μην τού παραδίνεις θάρρος! ты с ним построже!;
σού παραδίνουν σημασία тебе уделяют слишком много времени

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραδίνω" в других словарях:

  • παραδίνω — παραδίνω, παράδωσα και παρέδωσα βλ. πίν. 131 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραδίνω — παράδωσα, παραδόθηκα, παραδομένος (προστ. αορ. παραδώσου, παραδοθείτε) 1. δίνω κάτι ως επιστροφή ή για φύλαξη: Παράδωσε ο ίδιος την επιστολή στον παραλήπτη. 2. παραχωρώ κυριότητα ή χρήση ακινήτου: Ο εργολάβος έχει τη συμβατική υποχρέωση να μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραδίνω — βλ. παραδίδω …   Dictionary of Greek

  • παραδινώ — έω, Α στρέφω προς τα επάνω, αναστρέφω («παραδινεῑν τοὺς ὀφθαλμούς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δινῶ «περιστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

  • εκδίδω — έκδωσα, εκδόθηκα, εκδομένος, μτβ. 1. βγάζοντας δίνω. 2. τυπώνω κάτι και το θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω, βγάζω: Εκδίδει εφημερίδα. – Η τράπεζα έκδωσε νέα χαρτονομίσματα. 3. (μεταξύ κρατών), παραδίνω αλλοδαπό εγκληματία στις αρχές τις πατρίδας,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • διαστρατηγώ — διαστρατηγῶ ( έω) (AM) 1. εκτελώ ή αναλαμβάνω χρέη στρατηγού, υπηρετώ ως στρατηγός 2. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, στρατηγήματα, μηχανεύομαι 3. σκέπτομαι πονηρά 4. εξαπατώ με στρατήγημα («διεστρατήγουν τους Ρωμαίους» Πολύβ.) 5. φέρω εις πέρας,… …   Dictionary of Greek

  • είκω — εἴκω (Α) 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής 3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή 4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις 5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση 6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω,… …   Dictionary of Greek

  • εγχειρίζω — (AM ἐγχειρίζω) δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος») μσν. νεοελλ. εγχειρώ αρχ. μσν. αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται αρχ. παραδίνομαι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»